ιδιαίρετος

ιδιαίρετος
ἰδιαίρετος, -ον (Μ)
ο εκλεγμένος ξεχωριστά.
επίρρ...
ἰδιαρέτως (Μ)
με τη θέληση κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -αιρετος (< αιρετός < αιρώ), πρβλ. αναφ-αίρετος, αυθ-αίρετος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”